- εξαρτύω
- (Α ἐξαρτύω) [αρτύω]ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ' ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.)αρχ.μέσ.1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.)2. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («ἐγὼ φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι», Ευρ.)3. εξασκώ4. (μτχ.) ἐξηρτημένοςέτοιμος, σαμαρωμένος, ζευγμένος.
Dictionary of Greek. 2013.